-
1 как-нибудь
как-нибудь 1) κάπως κατά κάποιο τρόπο (каким-л. об разом)9 οπωσδήποτε (любым способом) 2) (когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε я \как-нибудь зайду καμιά φορά θα περάσω* * *1) κάπως· κατά κάποιο τρόπο (каким-л. образом); οπωσδήποτε ( любым способом)2) ( когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτεя ка́к-нибудь зайду́ — καμία φορά θα περάσω